Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύπυργος
πολυπύρηνος
πολύπυρος
πολύπυρος2
πολύπυστος
πολύρραβδος
πολυρραγής
πολυρράθαγος
πολυρραθάμιγξ
πολυρραίστης
πολύρραπτος
πολύρραφος
πολυρρημονέω
πολυρρήμων
πολύρρην
πολύρρηνος
πολυρριζία
πολύρριζος
πολύρρινος
πολύρροδος
πολυρρόθιος
View word page
πολύρραπτος
much-sewn, well-stitched

ShortDef

much-sewn, well-stitched

Debugging

Headword:
πολύρραπτος
Headword (normalized):
πολύρραπτος
Headword (normalized/stripped):
πολυρραπτος
IDX:
71855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71856
Key:

Data

{'content': 'much-sewn, well-stitched'}