Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύπτυκτος
πολυπτυχία
πολύπτυχος
πολυπτώξ
πολύπτωτος
πολύπυλος
πολύπυργος
πολυπύρηνος
πολύπυρος
πολύπυρος2
πολύπυστος
πολύρραβδος
πολυρραγής
πολυρράθαγος
πολυρραθάμιγξ
πολυρραίστης
πολύρραπτος
πολύρραφος
πολυρρημονέω
πολυρρήμων
πολύρρην
View word page
πολύπυστος
much-heard-of, far-famed

ShortDef

much-heard-of, far-famed

Debugging

Headword:
πολύπυστος
Headword (normalized):
πολύπυστος
Headword (normalized/stripped):
πολυπυστος
IDX:
71849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71850
Key:

Data

{'content': 'much-heard-of, far-famed'}