Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀνεμῶτις
ἀνενδεής
ἀνένδεκτος
ἀνένδετος
ἀνενδοίαστος
ἀνένδοτος
ἀνένδυτος
ἀνενεκτέον
ἀνενεργής
ἀνενεργησία
ἀνενέργητος
ἀνενεχύραστος
ἀνενθουσίαστος
ἀνενθύμητος
ἀνεννόητος
ἀνενόχλητος
ἀνέντατος
ἀνενταφιάστως
ἀνέντευκτος
ἀνεντρέπτως
ἀνεντρεχής
View word page
ἀνενέργητος
inefficacious, inactive

ShortDef

inefficacious, inactive

Debugging

Headword:
ἀνενέργητος
Headword (normalized):
ἀνενέργητος
Headword (normalized/stripped):
ανενεργητος
IDX:
7184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7185
Key:

Data

{'content': 'inefficacious, inactive'}