Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυπτόητος
πολύπτυκτος
πολυπτυχία
πολύπτυχος
πολυπτώξ
πολύπτωτος
πολύπυλος
πολύπυργος
πολυπύρηνος
πολύπυρος
πολύπυρος2
πολύπυστος
πολύρραβδος
πολυρραγής
πολυρράθαγος
πολυρραθάμιγξ
πολυρραίστης
πολύρραπτος
πολύρραφος
πολυρρημονέω
πολυρρήμων
View word page
πολύπυρος2
full of fire

ShortDef

rich in grain
full of fire

Debugging

Headword:
πολύπυρος2
Headword (normalized):
πολύπυρος
Headword (normalized/stripped):
πολυπυρος2
IDX:
71848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71849
Key:

Data

{'content': 'full of fire'}