Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυπρόσωπος
πολύπτερος
πολυπτόητος
πολύπτυκτος
πολυπτυχία
πολύπτυχος
πολυπτώξ
πολύπτωτος
πολύπυλος
πολύπυργος
πολυπύρηνος
πολύπυρος
πολύπυρος2
πολύπυστος
πολύρραβδος
πολυρραγής
πολυρράθαγος
πολυρραθάμιγξ
πολυρραίστης
πολύρραπτος
πολύρραφος
View word page
πολυπύρηνος
with many stones

ShortDef

with many stones

Debugging

Headword:
πολυπύρηνος
Headword (normalized):
πολυπύρηνος
Headword (normalized/stripped):
πολυπυρηνος
IDX:
71846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71847
Key:

Data

{'content': 'with many stones'}