Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύπροικος
πολυπρόσωπος
πολύπτερος
πολυπτόητος
πολύπτυκτος
πολυπτυχία
πολύπτυχος
πολυπτώξ
πολύπτωτος
πολύπυλος
πολύπυργος
πολυπύρηνος
πολύπυρος
πολύπυρος2
πολύπυστος
πολύρραβδος
πολυρραγής
πολυρράθαγος
πολυρραθάμιγξ
πολυρραίστης
πολύρραπτος
View word page
πολύπυργος
with many towers

ShortDef

with many towers

Debugging

Headword:
πολύπυργος
Headword (normalized):
πολύπυργος
Headword (normalized/stripped):
πολυπυργος
IDX:
71845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71846
Key:

Data

{'content': 'with many towers'}