Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυπρόβατος
πολύπροικος
πολυπρόσωπος
πολύπτερος
πολυπτόητος
πολύπτυκτος
πολυπτυχία
πολύπτυχος
πολυπτώξ
πολύπτωτος
πολύπυλος
πολύπυργος
πολυπύρηνος
πολύπυρος
πολύπυρος2
πολύπυστος
πολύρραβδος
πολυρραγής
πολυρράθαγος
πολυρραθάμιγξ
πολυρραίστης
View word page
πολύπυλος
with many gates
ShortDef
with many gates
Debugging
Headword:
πολύπυλος
Headword (normalized):
πολύπυλος
Headword (normalized/stripped):
πολυπυλος
IDX:
71844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71845
Key:
Data
{'content': 'with many gates'}