Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυπρήων
πολυπρόβατος
πολύπροικος
πολυπρόσωπος
πολύπτερος
πολυπτόητος
πολύπτυκτος
πολυπτυχία
πολύπτυχος
πολυπτώξ
πολύπτωτος
πολύπυλος
πολύπυργος
πολυπύρηνος
πολύπυρος
πολύπυρος2
πολύπυστος
πολύρραβδος
πολυρραγής
πολυρράθαγος
πολυρραθάμιγξ
View word page
πολύπτωτος
with or in many cases

ShortDef

with or in many cases

Debugging

Headword:
πολύπτωτος
Headword (normalized):
πολύπτωτος
Headword (normalized/stripped):
πολυπτωτος
IDX:
71843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71844
Key:

Data

{'content': 'with or in many cases'}