Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυπρεπής
πολυπρήων
πολυπρόβατος
πολύπροικος
πολυπρόσωπος
πολύπτερος
πολυπτόητος
πολύπτυκτος
πολυπτυχία
πολύπτυχος
πολυπτώξ
πολύπτωτος
πολύπυλος
πολύπυργος
πολυπύρηνος
πολύπυρος
πολύπυρος2
πολύπυστος
πολύρραβδος
πολυρραγής
πολυρράθαγος
View word page
πολυπτώξ
abounding in hares

ShortDef

abounding in hares

Debugging

Headword:
πολυπτώξ
Headword (normalized):
πολυπτώξ
Headword (normalized/stripped):
πολυπτωξ
IDX:
71842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71843
Key:

Data

{'content': 'abounding in hares'}