Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύπρεμνος
πολυπρεπής
πολυπρήων
πολυπρόβατος
πολύπροικος
πολυπρόσωπος
πολύπτερος
πολυπτόητος
πολύπτυκτος
πολυπτυχία
πολύπτυχος
πολυπτώξ
πολύπτωτος
πολύπυλος
πολύπυργος
πολυπύρηνος
πολύπυρος
πολύπυρος2
πολύπυστος
πολύρραβδος
πολυρραγής
View word page
πολύπτυχος
of or with many folds; (mountains) with many valleys

ShortDef

of or with many folds; (mountains) with many valleys

Debugging

Headword:
πολύπτυχος
Headword (normalized):
πολύπτυχος
Headword (normalized/stripped):
πολυπτυχος
IDX:
71841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71842
Key:

Data

{'content': 'of or with many folds; (mountains) with many valleys'}