Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυπράγμων
πολύπρεμνος
πολυπρεπής
πολυπρήων
πολυπρόβατος
πολύπροικος
πολυπρόσωπος
πολύπτερος
πολυπτόητος
πολύπτυκτος
πολυπτυχία
πολύπτυχος
πολυπτώξ
πολύπτωτος
πολύπυλος
πολύπυργος
πολυπύρηνος
πολύπυρος
πολύπυρος2
πολύπυστος
πολύρραβδος
View word page
πολυπτυχία
frequentia
ShortDef
frequentia
Debugging
Headword:
πολυπτυχία
Headword (normalized):
πολυπτυχία
Headword (normalized/stripped):
πολυπτυχια
IDX:
71840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71841
Key:
Data
{'content': 'frequentia'}