Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολύπρεμνος
πολυπρεπής
πολυπρήων
πολυπρόβατος
πολύπροικος
πολυπρόσωπος
πολύπτερος
πολυπτόητος
πολύπτυκτος
πολυπτυχία
πολύπτυχος
πολυπτώξ
πολύπτωτος
πολύπυλος
πολύπυργος
πολυπύρηνος
πολύπυρος
πολύπυρος2
πολύπυστος
View word page
πολύπτυκτος
manifold, intricate

ShortDef

manifold, intricate

Debugging

Headword:
πολύπτυκτος
Headword (normalized):
πολύπτυκτος
Headword (normalized/stripped):
πολυπτυκτος
IDX:
71839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71840
Key:

Data

{'content': 'manifold, intricate'}