Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυπραγμονητέον
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολύπρεμνος
πολυπρεπής
πολυπρήων
πολυπρόβατος
πολύπροικος
πολυπρόσωπος
πολύπτερος
πολυπτόητος
πολύπτυκτος
πολυπτυχία
πολύπτυχος
πολυπτώξ
πολύπτωτος
πολύπυλος
πολύπυργος
πολυπύρηνος
πολύπυρος
πολύπυρος2
View word page
πολυπτόητος
much scared, much-agitated

ShortDef

much scared, much-agitated

Debugging

Headword:
πολυπτόητος
Headword (normalized):
πολυπτόητος
Headword (normalized/stripped):
πολυπτοητος
IDX:
71838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71839
Key:

Data

{'content': 'much scared, much-agitated'}