Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυπραγμονέω
πολυπραγμονητέον
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολύπρεμνος
πολυπρεπής
πολυπρήων
πολυπρόβατος
πολύπροικος
πολυπρόσωπος
πολύπτερος
πολυπτόητος
πολύπτυκτος
πολυπτυχία
πολύπτυχος
πολυπτώξ
πολύπτωτος
πολύπυλος
πολύπυργος
πολυπύρηνος
πολύπυρος
View word page
πολύπτερος
many-winged
ShortDef
many-winged
Debugging
Headword:
πολύπτερος
Headword (normalized):
πολύπτερος
Headword (normalized/stripped):
πολυπτερος
IDX:
71837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71838
Key:
Data
{'content': 'many-winged'}