Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμονητέον
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολύπρεμνος
πολυπρεπής
πολυπρήων
πολυπρόβατος
πολύπροικος
πολυπρόσωπος
πολύπτερος
πολυπτόητος
πολύπτυκτος
πολυπτυχία
πολύπτυχος
πολυπτώξ
πολύπτωτος
πολύπυλος
πολύπυργος
πολυπύρηνος
View word page
πολυπρόσωπος
many-faced, with many masks
ShortDef
many-faced, with many masks
Debugging
Headword:
πολυπρόσωπος
Headword (normalized):
πολυπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
πολυπροσωπος
IDX:
71836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71837
Key:
Data
{'content': 'many-faced, with many masks'}