Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμονητέον
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολύπρεμνος
πολυπρεπής
πολυπρήων
πολυπρόβατος
πολύπροικος
πολυπρόσωπος
πολύπτερος
πολυπτόητος
πολύπτυκτος
πολυπτυχία
πολύπτυχος
πολυπτώξ
πολύπτωτος
πολύπυλος
πολύπυργος
View word page
πολύπροικος
richly-dowered
ShortDef
richly-dowered
Debugging
Headword:
πολύπροικος
Headword (normalized):
πολύπροικος
Headword (normalized/stripped):
πολυπροικος
IDX:
71835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71836
Key:
Data
{'content': 'richly-dowered'}