Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύποτος
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμονητέον
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολύπρεμνος
πολυπρεπής
πολυπρήων
πολυπρόβατος
πολύπροικος
πολυπρόσωπος
πολύπτερος
πολυπτόητος
πολύπτυκτος
πολυπτυχία
πολύπτυχος
πολυπτώξ
πολύπτωτος
πολύπυλος
View word page
πολυπρόβατος
rich in sheep

ShortDef

rich in sheep

Debugging

Headword:
πολυπρόβατος
Headword (normalized):
πολυπρόβατος
Headword (normalized/stripped):
πολυπροβατος
IDX:
71834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71835
Key:

Data

{'content': 'rich in sheep'}