Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυποτόμος
πολύποτος
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμονητέον
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολύπρεμνος
πολυπρεπής
πολυπρήων
πολυπρόβατος
πολύπροικος
πολυπρόσωπος
πολύπτερος
πολυπτόητος
πολύπτυκτος
πολυπτυχία
πολύπτυχος
πολυπτώξ
πολύπτωτος
View word page
πολυπρήων
with many hillocks

ShortDef

with many hillocks

Debugging

Headword:
πολυπρήων
Headword (normalized):
πολυπρήων
Headword (normalized/stripped):
πολυπρηων
IDX:
71833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71834
Key:

Data

{'content': 'with many hillocks'}