Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύποτμος
πολυπότνια
πολυποτόμος
πολύποτος
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμονητέον
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολύπρεμνος
πολυπρεπής
πολυπρήων
πολυπρόβατος
πολύπροικος
πολυπρόσωπος
πολύπτερος
πολυπτόητος
πολύπτυκτος
πολυπτυχία
πολύπτυχος
View word page
πολύπρεμνος
with many trunks

ShortDef

with many trunks

Debugging

Headword:
πολύπρεμνος
Headword (normalized):
πολύπρεμνος
Headword (normalized/stripped):
πολυπρεμνος
IDX:
71831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71832
Key:

Data

{'content': 'with many trunks'}