Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυπότης
πολύποτμος
πολυπότνια
πολυποτόμος
πολύποτος
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμονητέον
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολύπρεμνος
πολυπρεπής
πολυπρήων
πολυπρόβατος
πολύπροικος
πολυπρόσωπος
πολύπτερος
πολυπτόητος
πολύπτυκτος
πολυπτυχία
View word page
πολυπράγμων
busy with many things, meddlesome
ShortDef
busy with many things, meddlesome
Debugging
Headword:
πολυπράγμων
Headword (normalized):
πολυπράγμων
Headword (normalized/stripped):
πολυπραγμων
IDX:
71830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71831
Key:
Data
{'content': 'busy with many things, meddlesome'}