Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυποτέω
πολυπότης
πολύποτμος
πολυπότνια
πολυποτόμος
πολύποτος
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμονητέον
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολύπρεμνος
πολυπρεπής
πολυπρήων
πολυπρόβατος
πολύπροικος
πολυπρόσωπος
πολύπτερος
πολυπτόητος
πολύπτυκτος
View word page
πολυπραγμοσύνη
the character and conduct of the πολυπράγμων, curiosity, officiousness, meddlesomeness
ShortDef
the character and conduct of the πολυπράγμων, curiosity, officiousness, meddlesomeness
Debugging
Headword:
πολυπραγμοσύνη
Headword (normalized):
πολυπραγμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
πολυπραγμοσυνη
IDX:
71829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71830
Key:
Data
{'content': 'the character and conduct of the πολυπράγμων, curiosity, officiousness, meddlesomeness'}