Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυπόταμος
πολυποτέω
πολυπότης
πολύποτμος
πολυπότνια
πολυποτόμος
πολύποτος
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμονητέον
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολύπρεμνος
πολυπρεπής
πολυπρήων
πολυπρόβατος
πολύπροικος
πολυπρόσωπος
πολύπτερος
πολυπτόητος
View word page
πολυπραγμονητέον
one must search after knowledge
ShortDef
one must search after knowledge
Debugging
Headword:
πολυπραγμονητέον
Headword (normalized):
πολυπραγμονητέον
Headword (normalized/stripped):
πολυπραγμονητεον
IDX:
71828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71829
Key:
Data
{'content': 'one must search after knowledge'}