Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυποσία
πολυπόταμος
πολυποτέω
πολυπότης
πολύποτμος
πολυπότνια
πολυποτόμος
πολύποτος
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμονητέον
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολύπρεμνος
πολυπρεπής
πολυπρήων
πολυπρόβατος
πολύπροικος
πολυπρόσωπος
πολύπτερος
View word page
πολυπραγμονέω
to be busy with many things, meddlesome

ShortDef

to be busy with many things, meddlesome

Debugging

Headword:
πολυπραγμονέω
Headword (normalized):
πολυπραγμονέω
Headword (normalized/stripped):
πολυπραγμονεω
IDX:
71827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71828
Key:

Data

{'content': 'to be busy with many things, meddlesome'}