Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύπορος
πολυποσία
πολυπόταμος
πολυποτέω
πολυπότης
πολύποτμος
πολυπότνια
πολυποτόμος
πολύποτος
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμονητέον
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολύπρεμνος
πολυπρεπής
πολυπρήων
πολυπρόβατος
πολύπροικος
πολυπρόσωπος
View word page
πολύπους2
octopus

ShortDef

many-footed
octopus

Debugging

Headword:
πολύπους2
Headword (normalized):
πολύπους
Headword (normalized/stripped):
πολυπους2
IDX:
71826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71827
Key:

Data

{'content': 'octopus'}