Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυπόρευτος
πολύπορος
πολυποσία
πολυπόταμος
πολυποτέω
πολυπότης
πολύποτμος
πολυπότνια
πολυποτόμος
πολύποτος
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμονητέον
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολύπρεμνος
πολυπρεπής
πολυπρήων
πολυπρόβατος
πολύπροικος
View word page
πολύπους
many-footed
ShortDef
many-footed
octopus
Debugging
Headword:
πολύπους
Headword (normalized):
πολύπους
Headword (normalized/stripped):
πολυπους
IDX:
71825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71826
Key:
Data
{'content': 'many-footed'}