Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυποξύστης
πολυπόρευτος
πολύπορος
πολυποσία
πολυπόταμος
πολυποτέω
πολυπότης
πολύποτμος
πολυπότνια
πολυποτόμος
πολύποτος
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμονητέον
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολύπρεμνος
πολυπρεπής
πολυπρήων
πολυπρόβατος
View word page
πολύποτος
much-drinking

ShortDef

much-drinking

Debugging

Headword:
πολύποτος
Headword (normalized):
πολύποτος
Headword (normalized/stripped):
πολυποτος
IDX:
71824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71825
Key:

Data

{'content': 'much-drinking'}