Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύπονος
πολυποξύστης
πολυπόρευτος
πολύπορος
πολυποσία
πολυπόταμος
πολυποτέω
πολυπότης
πολύποτμος
πολυπότνια
πολυποτόμος
πολύποτος
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμονητέον
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολύπρεμνος
πολυπρεπής
πολυπρήων
View word page
πολυποτόμος
for excising

ShortDef

for excising

Debugging

Headword:
πολυποτόμος
Headword (normalized):
πολυποτόμος
Headword (normalized/stripped):
πολυποτομος
IDX:
71823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71824
Key:

Data

{'content': 'for excising'}