Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυπονία
πολύπονος
πολυποξύστης
πολυπόρευτος
πολύπορος
πολυποσία
πολυπόταμος
πολυποτέω
πολυπότης
πολύποτμος
πολυπότνια
πολυποτόμος
πολύποτος
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμονητέον
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολύπρεμνος
πολυπρεπής
View word page
πολυπότνια
strengthd. for πότνια; mistress, queen
ShortDef
strengthd. for πότνια; mistress, queen
Debugging
Headword:
πολυπότνια
Headword (normalized):
πολυπότνια
Headword (normalized/stripped):
πολυποτνια
IDX:
71822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71823
Key:
Data
{'content': 'strengthd. for πότνια; mistress, queen'}