Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύπολις
πολυπόνηρος
πολυπονία
πολύπονος
πολυποξύστης
πολυπόρευτος
πολύπορος
πολυποσία
πολυπόταμος
πολυποτέω
πολυπότης
πολύποτμος
πολυπότνια
πολυποτόμος
πολύποτος
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμονητέον
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
View word page
πολυπότης
a hard drinker
ShortDef
a hard drinker
Debugging
Headword:
πολυπότης
Headword (normalized):
πολυπότης
Headword (normalized/stripped):
πολυποτης
IDX:
71820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71821
Key:
Data
{'content': 'a hard drinker'}