Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πολυποίτης
πολύπολις
πολυπόνηρος
πολυπονία
πολύπονος
πολυποξύστης
πολυπόρευτος
πολύπορος
πολυποσία
πολυπόταμος
πολυποτέω
πολυπότης
πολύποτμος
πολυπότνια
πολυποτόμος
πολύποτος
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμονητέον
πολυπραγμοσύνη
View word page
πολυποτέω
drink hard, drink much wine

ShortDef

drink hard, drink much wine

Debugging

Headword:
πολυποτέω
Headword (normalized):
πολυποτέω
Headword (normalized/stripped):
πολυποτεω
IDX:
71819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71820
Key:

Data

{'content': 'drink hard, drink much wine'}