Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυπόθητος
πολυποίκιλος
πολύποινος
Πολυποίτης
πολύπολις
πολυπόνηρος
πολυπονία
πολύπονος
πολυποξύστης
πολυπόρευτος
πολύπορος
πολυποσία
πολυπόταμος
πολυποτέω
πολυπότης
πολύποτμος
πολυπότνια
πολυποτόμος
πολύποτος
πολύπους
πολύπους2
View word page
πολύπορος
furnishing abundant harvests

ShortDef

furnishing abundant harvests

Debugging

Headword:
πολύπορος
Headword (normalized):
πολύπορος
Headword (normalized/stripped):
πολυπορος
IDX:
71816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71817
Key:

Data

{'content': 'furnishing abundant harvests'}