Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυπόθεινος
πολυπόθητος
πολυποίκιλος
πολύποινος
Πολυποίτης
πολύπολις
πολυπόνηρος
πολυπονία
πολύπονος
πολυποξύστης
πολυπόρευτος
πολύπορος
πολυποσία
πολυπόταμος
πολυποτέω
πολυπότης
πολύποτμος
πολυπότνια
πολυποτόμος
πολύποτος
πολύπους
View word page
πολυπόρευτος
much-travelled

ShortDef

much-travelled

Debugging

Headword:
πολυπόρευτος
Headword (normalized):
πολυπόρευτος
Headword (normalized/stripped):
πολυπορευτος
IDX:
71815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71816
Key:

Data

{'content': 'much-travelled'}