Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυπόδιον
πολυποδίτης
πολυποδώδης
πολυπόθεινος
πολυπόθητος
πολυποίκιλος
πολύποινος
Πολυποίτης
πολύπολις
πολυπόνηρος
πολυπονία
πολύπονος
πολυποξύστης
πολυπόρευτος
πολύπορος
πολυποσία
πολυπόταμος
πολυποτέω
πολυπότης
πολύποτμος
πολυπότνια
View word page
πολυπονία
much labour

ShortDef

much labour

Debugging

Headword:
πολυπονία
Headword (normalized):
πολυπονία
Headword (normalized/stripped):
πολυπονια
IDX:
71812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71813
Key:

Data

{'content': 'much labour'}