Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυποδία
πολυπόδιον
πολυποδίτης
πολυποδώδης
πολυπόθεινος
πολυπόθητος
πολυποίκιλος
πολύποινος
Πολυποίτης
πολύπολις
πολυπόνηρος
πολυπονία
πολύπονος
πολυποξύστης
πολυπόρευτος
πολύπορος
πολυποσία
πολυπόταμος
πολυποτέω
πολυπότης
πολύποτμος
View word page
πολυπόνηρος
very bad
ShortDef
very bad
Debugging
Headword:
πολυπόνηρος
Headword (normalized):
πολυπόνηρος
Headword (normalized/stripped):
πολυπονηρος
IDX:
71811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71812
Key:
Data
{'content': 'very bad'}