Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
Ἀνεμώρεια
ἀνεμώτας
Ἀνεμῶτις
ἀνενδεής
ἀνένδεκτος
ἀνένδετος
ἀνενδοίαστος
ἀνένδοτος
ἀνένδυτος
ἀνενεκτέον
ἀνενεργής
ἀνενεργησία
ἀνενέργητος
ἀνενεχύραστος
ἀνενθουσίαστος
ἀνενθύμητος
ἀνεννόητος
ἀνενόχλητος
ἀνέντατος
View word page
ἀνένδυτος
not put on

ShortDef

not put on

Debugging

Headword:
ἀνένδυτος
Headword (normalized):
ἀνένδυτος
Headword (normalized/stripped):
ανενδυτος
IDX:
7180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7181
Key:

Data

{'content': 'not put on'}