Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυπλοκία
πολύπλοκος
πολύπλοος
πολύπνοος
πολυπόδειος
πολυποδία
πολυπόδιον
πολυποδίτης
πολυποδώδης
πολυπόθεινος
πολυπόθητος
πολυποίκιλος
πολύποινος
Πολυποίτης
πολύπολις
πολυπόνηρος
πολυπονία
πολύπονος
πολυποξύστης
πολυπόρευτος
πολύπορος
View word page
πολυπόθητος
much longed-for

ShortDef

much longed-for

Debugging

Headword:
πολυπόθητος
Headword (normalized):
πολυπόθητος
Headword (normalized/stripped):
πολυποθητος
IDX:
71806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71807
Key:

Data

{'content': 'much longed-for'}