Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυπληθέω
πολυπληθής
πολυπληθύνω
πολυπλόκαμος
πολυπλοκία
πολύπλοκος
πολύπλοος
πολύπνοος
πολυπόδειος
πολυποδία
πολυπόδιον
πολυποδίτης
πολυποδώδης
πολυπόθεινος
πολυπόθητος
πολυποίκιλος
πολύποινος
Πολυποίτης
πολύπολις
πολυπόνηρος
πολυπονία
View word page
πολυπόδιον
polypody, Polypodium vulgare
ShortDef
polypody, Polypodium vulgare
Debugging
Headword:
πολυπόδιον
Headword (normalized):
πολυπόδιον
Headword (normalized/stripped):
πολυποδιον
IDX:
71802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71803
Key:
Data
{'content': 'polypody, Polypodium vulgare'}