Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυπλήθεια
πολυπληθέω
πολυπληθής
πολυπληθύνω
πολυπλόκαμος
πολυπλοκία
πολύπλοκος
πολύπλοος
πολύπνοος
πολυπόδειος
πολυποδία
πολυπόδιον
πολυποδίτης
πολυποδώδης
πολυπόθεινος
πολυπόθητος
πολυποίκιλος
πολύποινος
Πολυποίτης
πολύπολις
πολυπόνηρος
View word page
πολυποδία
having many feet
ShortDef
having many feet
Debugging
Headword:
πολυποδία
Headword (normalized):
πολυποδία
Headword (normalized/stripped):
πολυποδια
IDX:
71801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71802
Key:
Data
{'content': 'having many feet'}