Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεμώκης
ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
Ἀνεμώρεια
ἀνεμώτας
Ἀνεμῶτις
ἀνενδεής
ἀνένδεκτος
ἀνένδετος
ἀνενδοίαστος
ἀνένδοτος
ἀνένδυτος
ἀνενεκτέον
ἀνενεργής
ἀνενεργησία
ἀνενέργητος
ἀνενεχύραστος
ἀνενθουσίαστος
ἀνενθύμητος
ἀνεννόητος
ἀνενόχλητος
View word page
ἀνένδοτος
unyielding, rigid
ShortDef
unyielding, rigid
Debugging
Headword:
ἀνένδοτος
Headword (normalized):
ἀνένδοτος
Headword (normalized/stripped):
ανενδοτος
IDX:
7179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7180
Key:
Data
{'content': 'unyielding, rigid'}