Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυπλασιασμός
πολυπλασιαστέον
πολύπλεθρος
πολύπλευρος
πολυπλήθεια
πολυπληθέω
πολυπληθής
πολυπληθύνω
πολυπλόκαμος
πολυπλοκία
πολύπλοκος
πολύπλοος
πολύπνοος
πολυπόδειος
πολυποδία
πολυπόδιον
πολυποδίτης
πολυποδώδης
πολυπόθεινος
πολυπόθητος
πολυποίκιλος
View word page
πολύπλοκος
much-tangled, thick-wreathed
ShortDef
much-tangled, thick-wreathed
Debugging
Headword:
πολύπλοκος
Headword (normalized):
πολύπλοκος
Headword (normalized/stripped):
πολυπλοκος
IDX:
71797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71798
Key:
Data
{'content': 'much-tangled, thick-wreathed'}