Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυπλασιάζω
πολυπλασίασμα
πολυπλασιασμός
πολυπλασιαστέον
πολύπλεθρος
πολύπλευρος
πολυπλήθεια
πολυπληθέω
πολυπληθής
πολυπληθύνω
πολυπλόκαμος
πολυπλοκία
πολύπλοκος
πολύπλοος
πολύπνοος
πολυπόδειος
πολυποδία
πολυπόδιον
πολυποδίτης
πολυποδώδης
πολυπόθεινος
View word page
πολυπλόκαμος
with many feelers

ShortDef

with many feelers

Debugging

Headword:
πολυπλόκαμος
Headword (normalized):
πολυπλόκαμος
Headword (normalized/stripped):
πολυπλοκαμος
IDX:
71795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71796
Key:

Data

{'content': 'with many feelers'}