Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυπλάνητος
πολυπλασιάζω
πολυπλασίασμα
πολυπλασιασμός
πολυπλασιαστέον
πολύπλεθρος
πολύπλευρος
πολυπλήθεια
πολυπληθέω
πολυπληθής
πολυπληθύνω
πολυπλόκαμος
πολυπλοκία
πολύπλοκος
πολύπλοος
πολύπνοος
πολυπόδειος
πολυποδία
πολυπόδιον
πολυποδίτης
πολυποδώδης
View word page
πολυπληθύνω
multiply
ShortDef
multiply
Debugging
Headword:
πολυπληθύνω
Headword (normalized):
πολυπληθύνω
Headword (normalized/stripped):
πολυπληθυνω
IDX:
71794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71795
Key:
Data
{'content': 'multiply'}