Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύπιστος
πολύπλαγκτος
πολυπλαγκτοσύνη
πολυπλανής
πολυπλάνητος
πολυπλασιάζω
πολυπλασίασμα
πολυπλασιασμός
πολυπλασιαστέον
πολύπλεθρος
πολύπλευρος
πολυπλήθεια
πολυπληθέω
πολυπληθής
πολυπληθύνω
πολυπλόκαμος
πολυπλοκία
πολύπλοκος
πολύπλοος
πολύπνοος
πολυπόδειος
View word page
πολύπλευρος
many-sided
ShortDef
many-sided
Debugging
Headword:
πολύπλευρος
Headword (normalized):
πολύπλευρος
Headword (normalized/stripped):
πολυπλευρος
IDX:
71790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71791
Key:
Data
{'content': 'many-sided'}