Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυπινής
πολύπιστος
πολύπλαγκτος
πολυπλαγκτοσύνη
πολυπλανής
πολυπλάνητος
πολυπλασιάζω
πολυπλασίασμα
πολυπλασιασμός
πολυπλασιαστέον
πολύπλεθρος
πολύπλευρος
πολυπλήθεια
πολυπληθέω
πολυπληθής
πολυπληθύνω
πολυπλόκαμος
πολυπλοκία
πολύπλοκος
πολύπλοος
πολύπνοος
View word page
πολύπλεθρος
many
ShortDef
many
Debugging
Headword:
πολύπλεθρος
Headword (normalized):
πολύπλεθρος
Headword (normalized/stripped):
πολυπλεθρος
IDX:
71789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71790
Key:
Data
{'content': 'many'}