Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεμώδης
ἀνεμώκης
ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
Ἀνεμώρεια
ἀνεμώτας
Ἀνεμῶτις
ἀνενδεής
ἀνένδεκτος
ἀνένδετος
ἀνενδοίαστος
ἀνένδοτος
ἀνένδυτος
ἀνενεκτέον
ἀνενεργής
ἀνενεργησία
ἀνενέργητος
ἀνενεχύραστος
ἀνενθουσίαστος
ἀνενθύμητος
ἀνεννόητος
View word page
ἀνενδοίαστος
indubitable
ShortDef
indubitable
Debugging
Headword:
ἀνενδοίαστος
Headword (normalized):
ἀνενδοίαστος
Headword (normalized/stripped):
ανενδοιαστος
IDX:
7178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7179
Key:
Data
{'content': 'indubitable'}