Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύπικρος
πολυπινής
πολύπιστος
πολύπλαγκτος
πολυπλαγκτοσύνη
πολυπλανής
πολυπλάνητος
πολυπλασιάζω
πολυπλασίασμα
πολυπλασιασμός
πολυπλασιαστέον
πολύπλεθρος
πολύπλευρος
πολυπλήθεια
πολυπληθέω
πολυπληθής
πολυπληθύνω
πολυπλόκαμος
πολυπλοκία
πολύπλοκος
πολύπλοος
View word page
πολυπλασιαστέον
one must multiply

ShortDef

one must multiply

Debugging

Headword:
πολυπλασιαστέον
Headword (normalized):
πολυπλασιαστέον
Headword (normalized/stripped):
πολυπλασιαστεον
IDX:
71788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71789
Key:

Data

{'content': 'one must multiply'}