Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύπηχυς
πολυπῖδαξ
πολυπικός
πολύπικρος
πολυπινής
πολύπιστος
πολύπλαγκτος
πολυπλαγκτοσύνη
πολυπλανής
πολυπλάνητος
πολυπλασιάζω
πολυπλασίασμα
πολυπλασιασμός
πολυπλασιαστέον
πολύπλεθρος
πολύπλευρος
πολυπλήθεια
πολυπληθέω
πολυπληθής
πολυπληθύνω
πολυπλόκαμος
View word page
πολυπλασιάζω
multiply
ShortDef
multiply
Debugging
Headword:
πολυπλασιάζω
Headword (normalized):
πολυπλασιάζω
Headword (normalized/stripped):
πολυπλασιαζω
IDX:
71785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71786
Key:
Data
{'content': 'multiply'}