Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυπευθής
Πολυπημονίδης
πολυπήμων
πολύπηνος
πολύπηχυς
πολυπῖδαξ
πολυπικός
πολύπικρος
πολυπινής
πολύπιστος
πολύπλαγκτος
πολυπλαγκτοσύνη
πολυπλανής
πολυπλάνητος
πολυπλασιάζω
πολυπλασίασμα
πολυπλασιασμός
πολυπλασιαστέον
πολύπλεθρος
πολύπλευρος
πολυπλήθεια
View word page
πολύπλαγκτος
much-wandering, wide-roaming
ShortDef
much-wandering, wide-roaming
Debugging
Headword:
πολύπλαγκτος
Headword (normalized):
πολύπλαγκτος
Headword (normalized/stripped):
πολυπλαγκτος
IDX:
71781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71782
Key:
Data
{'content': 'much-wandering, wide-roaming'}