Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνέμφατος
ἀνεμώδης
ἀνεμώκης
ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
Ἀνεμώρεια
ἀνεμώτας
Ἀνεμῶτις
ἀνενδεής
ἀνένδεκτος
ἀνένδετος
ἀνενδοίαστος
ἀνένδοτος
ἀνένδυτος
ἀνενεκτέον
ἀνενεργής
ἀνενεργησία
ἀνενέργητος
ἀνενεχύραστος
ἀνενθουσίαστος
ἀνενθύμητος
View word page
ἀνένδετος
not bound up with

ShortDef

not bound up with

Debugging

Headword:
ἀνένδετος
Headword (normalized):
ἀνένδετος
Headword (normalized/stripped):
ανενδετος
IDX:
7177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7178
Key:

Data

{'content': 'not bound up with'}