Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυπείρων
πολυπενθής
πολυπερίσπαστος
πολυπευθής
Πολυπημονίδης
πολυπήμων
πολύπηνος
πολύπηχυς
πολυπῖδαξ
πολυπικός
πολύπικρος
πολυπινής
πολύπιστος
πολύπλαγκτος
πολυπλαγκτοσύνη
πολυπλανής
πολυπλάνητος
πολυπλασιάζω
πολυπλασίασμα
πολυπλασιασμός
πολυπλασιαστέον
View word page
πολύπικρος
very keen
ShortDef
very keen
Debugging
Headword:
πολύπικρος
Headword (normalized):
πολύπικρος
Headword (normalized/stripped):
πολυπικρος
IDX:
71778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71779
Key:
Data
{'content': 'very keen'}